- ολόλευκος
- -η, -οο εντελώς λευκός, κατάλευκος, ολόασπρος. Το σπίτι τους απέξω είναι ολόλευκο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὁλόλευκος — all white masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολόλευκος — η, ο (Α ὁλόλευκος, ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.) … Dictionary of Greek
ὁλόλευκον — ὁλόλευκος all white masc acc sg ὁλόλευκος all white neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλολεύκου — ὁλόλευκος all white masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλολεύκους — ὁλόλευκος all white masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόλευκοι — ὁλόλευκος all white masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
себель — рыба Alburnus lucidus , сибиль – то же, южн. (Даль 1), донск. (Миртов), харьк. (РФВ 30, 191), себель, донск. (Миртов), укр. себель Alburnus lucidus . Древнейшая форма неясна. Возм., *вьсебѣль от весь и белый? Ср. лат. alburnus : albus белый ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κάτασπρος — και κατάσπρος, η, ο 1. κατάλευκος, ολόλευκος («κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο», Σολωμ.) 2. (για πρόσ.) πολύ χλωμός … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek